Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Λίμνη Αράλη

Λίμνη Αράλη 





Η Αράλη, ή Αράλ, (καζακικά: Арал Теңізі, ουζμπεκικά: Orol dengizi και ρώσικα: Аральскοе мοре) είναι μια ηπειρωτική λίμνη, σχεδόν (εσωτερική θάλασσα) στην Κεντρική Ασία. Μοιράζεται μεταξύ του Καζακστάν στα βόρεια και του Καρακαλπακστάν, μιας αυτόνομης περιοχής του Ουζμπεκιστάν, στα νότια και ανάμεσα στις στέπες του Κιργκίς και του Τουρκεστάν, σε υψόμετρο 49 μ. υπέρ την επιφάνεια του Ευξείνου Πόντου και 79 μ. υπέρ της Κασπίας από την οποία απέχει περίπου 250 χλμ.






 Το όνομά της σημαίνει κατά προσέγγιση Θάλασσα νησιών και αναφέρεται στα περισσότερα από 1.500 μικρά νησιά που κάποτε περιελάμβανε η έκτασή της. Μεγαλύτερο εξ αυτών είναι η νήσος Νικόλαος (τσάρος).






Η Αράλη ήταν κάποτε η τρίτη μεγαλύτερη λίμνη του κόσμου, μετά την Κασπία και την Σουπίριορ της Αμερικής, με έκταση 68.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, περίπου τη μισή έκταση της Ελλάδας, με μέγιστο βάθος 70 μ.(1930). Από τη δεκαετία του 1960 συρρικνώνεται σταθερά, καθώς τα δύο ποτάμια που την τροφοδοτούσαν, ο Συρ Ντάρια και ο Αμού Ντάρια, εκτράπηκαν επί Σοβιετικής Ένωσης προς την έρημο για να τροφοδοτήσουν έργα άρδευσης. Το 2004 η λίμνη είχε συρρικνωθεί στο 24% του αρχικού της μεγέθους, και ο πενταπλασιασμός της αλμυρότητάς της σκότωσε σχεδόν το σύνολο της χλωρίδας και πανίδας που φιλοξενούσε.






 Το 2007 είχε το 10% της αρχικής της έκτασης και διαχωρίστηκε σε τρεις ξεχωριστές λίμνες, δύο από τις οποίες είναι υπερβολικά αλμυρές για να φιλοξενήσουν ψάρια. Τα ψαροχώρια που κάποτε άκμαζαν στις όχθες της σήμερα απλά φιλοξενούν πλοία στη στεριά, και πλήττονται από την ανεργία και την οικονομική ύφεση.






Η Αράλη είναι επίσης σοβαρότατα μολυσμένη, κυρίως ως αποτέλεσμα της βιομηχανίας βιολογικών όπλων που λειτουργούσε σε ένα από τα νησιά της, των βιομηχανιών και της απορροής λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων.






 Το αλάτι που παρασύρει ο άνεμος από τον πυθμένα της αποξηραμένης λίμνης καταστρέφει τις σοδειές, και ο μολυσμένος αέρας και νερό προκαλούν σοβαρά προβλήματα στη δημόσια υγεία στην περιοχή.






 Η εξαφάνιση της λίμνης έχει προκαλέσει και αλλαγές στο μικροκλίμα της περιοχής, φέρνοντας θερμότερα καλοκαίρια και ψυχρότερους χειμώνες.
Η εξαφάνιση της Αράλης συχνά περιγράφεται ως η μεγαλύτερη περιβαλλοντική καταστροφή που έγινε από τον άνθρωπο. 






Το Καζακστάν καταβάλλει σήμερα προσπάθειες να διασώσει ότι απέμεινε από το βόρειο τμήμα της Αράλης (τη Μικρή Αράλη) κατασκευάζοντας το 2005 ένα φράγμα που ανύψωσε τη στάθμη των υδάτων κατά δύο μέτρα και μείωσε κάπως την αλμυρότητα, επιτρέποντας την επανεμφάνιση ψαριών.










Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Λευκός Πύργος

Λευκός Πύργος 






Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης είναι οχυρωματικό έργο οθωμανικής κατασκευής του 15ου αιώνα (χτίστηκε πιθανόν μεταξύ 1450-70). Σήμερα θεωρείται χαρακτηριστικό μνημείο της Θεσσαλονίκης και είναι ότι έχει σωθεί από την κατεδαφισμένη οθωμανική οχύρωση της πόλης. Η σημερινή μορφή του πύργου αντικατέστησε βυζαντινή οχύρωση του 12ου αιώνα, για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως κατάλυμα φρουράς Γενίτσαρων και ως φυλακή θανατοποινιτών. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και είναι ένα από τα πιο γνωστά κτίσματα (σύμβολα πόλεων) στην Ελλάδα αλλά και τον κόσμο ολόκληρο. Έχει 6 ορόφους, 34 μέτρα ύψος και 70 μέτρα περίμετρο.





Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην είσοδό του εξωτερικού περιβόλου και η οποία μάλλον αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής του περιβόλου. Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Φρούριο της Καλαμαριάς/Kelemeriye Kal’asi και Πύργος των Γενιτσάρων. Μετά την διάλυση του τάγματος των Γενιτσάρων το 1826 αποκτά το όνομα Kanli-Kule, δηλαδή Πύργος του Αίματος λόγω των σφαγών των Γενιτσάρων. 





Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826 λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή μελλοθανάτων βαρυποινιτών και τόπο βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά εκτελούνταν από τους Γενιτσάρους γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους. Το σύγχρονο όνομά του φαίνεται να το πήρε όταν ένας Εβραίος κατάδικος, ο Nathan Guidili τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891. Μέχρι το 1912 ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να τον αναφέρει Kanli-Kule, ενώ ο εβραϊκός υιοθετεί το Torre Blanca, που υιοθετούν και οι Τούρκοι ως Beyaz-Kule, δηλαδή Λευκός Πύργος. Άλλη εκδοχή, στηριγμένη στις έρευνες του Βασίλη Κ. Γούναρη πάνω σε βρετανικά αρχεία αναφέρει πως η σημερινή ονομασία του κτίσματος δόθηκε μεταξύ των ετών 1883 και 1884 μετά από απαίτηση του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ ή από πρωτοβουλία του βαλή της πόλης Γκαλίπ, ο οποίος για να πετύχει την αλλαγή του ονόματος επικαλέστηκε το όνομα του σουλτάνου. Σύμφωνα με τον γενικό πρόξενο της Σερβίας στο Λονδίνο, James George Cotton Minchin που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη το 1884 (όλοι οι ασπριστάδες της Θεσσαλονίκης δεν θα ξεπλύνουν το αθώο αίμα που χύθηκε εκεί).





Μέσω του αρχείου της τοπικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης ο Φάρος της Μακεδονίας, ο Γούναρης προσδιορίζει το άσπρισμα αλλά και τη μετονομασία του κτηρίου από Kanli-Kule σε Beyaz-Kule κατά το καλοκαίρι του 1883.

Ιστορία του Πύργου
Κατά την Τουρκοκρατία έγιναν προσθήκες και τροποποιήσεις στα τείχη της πόλης, στις οποίες εντάσσεται και ο Λευκός Πύργος, μαζί με το Επταπύργιο και τον Πύργο Τριγωνίου ( ο τελευταίος χρονολογείται κατά τον 16ο αιώνα ). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, στη θέση προϋπάρχοντος βυζαντινού πύργου, ο οποίος συνέδεε το ανατολικό τμήμα της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης (που σώζεται και σήμερα), με το θαλάσσιο (το οποίο κατεδαφίστηκε το 1867). Παλιότερα επικρατούσε η άποψη πως ήταν έργο των Βενετών αλλά πλέον η σύγχρονη ιστοριογραφία δέχεται το κτίσμα ως οθωμανικό. Κατά μία εκδοχή, η χρονολογία κατασκευής του μνημείου τοποθετείται περί το 1450 με 1470, λίγα χρόνια μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430) και πρόκειται για ένα από τα πρωιμότερα δείγματα οθωμανικής οχυρωματικής που λαμβάνει υπόψη της το πυροβολικό.





Διάδρομος στο εσωτερικό του Λευκού Πύργου
Έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως αρχιτέκτονας του Πύργου ήταν ο φημισμένος Μιμάρ Σινάν, βάσει της ομοιότητας με ανάλογο πύργο στην Αυλώνα της Αλβανίας ο οποίος κτίστηκε τη δεκαετία του 1530. Χρονολόγηση κορμών ξύλου που χρησιμοποιήθηκαν στο Λευκό Πύργο έδειξε ότι κόπηκαν το έτος 1535 αλλά υπάρχει η πιθανότητα οι κορμοί να χρησιμοποιήθηκαν σε εκτεταμένη επισκευή του μνημείου. Όλα αυτά δείχνουν τις δυσκολίες στη χρονολόγηση μνημείων της οθωμανικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της εποχής της Αναγέννησης.
Γύρω από τον πύργο υπήρχε χαμηλός οκταγωνικός περίβολος (προτείχισμα) με τρεις επίσης οκταγωνικούς πύργους, το οποίο κατεδαφίστηκε στις αρχές του 20ου αι. Ο περίβολος αυτός χρησίμευε κυρίως για να προστατεύει τον Πύργο από τη θάλασσα αλλά θεωρείται πιθανή η χρήση του και για την τοποθέτηση βαρέων πυροβόλων τα οποία θα έλεγχαν την ακτογραμμή και το λιμάνι.





Το 1912 μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το μνημείο περιήλθε στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου και στην κορυφή του υψώθηκε η ελληνική σημαία με ιστό το κεντρικό κατάρτι, λάφυρο-τρόπαιο, από το βυθισμένο στον Θερμαϊκό από το τορπιλλοβόλο Τ-11 του Νικολάου Βότση, τουρκικό θωρηκτό "Φετίχ-Μπουλέν". 
Το Ναυτικό, λόγω της καίριας θέσης της Θεσσαλονίκης και του Λευκού Πύργου, εγκατέστησε σταθμό ασυρμάτου τύπου σπινθήρα (spark transmitter) με κεραία τον ιστό της σημαίας του Λευκού Πύργου. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λευκός Πύργος στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων από αρχαιολογικές εργασίες στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και το 1983, ο Λευκός Πύργος χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εγκατάστασης της αεράμυνας της πόλης, ως εργαστήριο Μετεωρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ως έδρα των συστημάτων Ναυτοπροσκόπων της πόλης. Στις 25 Μαρτίου του 1927 ο πρωτοπόρος ραδιοφωνικός παραγωγός Χρίστος Τσιγγιρίδης (1877-1947) πραγματοποίησε την πρώτη του ραδιοφωνική εκπομπή με την κεραία του Ναυτικού που ήταν εγκατεστημένη στο κτήριο.

Από το 1983 έως το 1985 η εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων συντήρησε και αναστήλωσε το, εσωτερικά αλλοιωμένο από τις επεμβάσεις που προκλήθηκαν από τις διάφορες χρήσεις των νεώτερων χρόνων, μνημείο και το διαμόρφωσε ενόψει των εορτασμών για τα 2500 από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης σε εκθεσιακό χώρο με σκοπό να στεγάσει μια μόνιμη έκθεση αφιερωμένη στη βυζαντινή ιστορική περίοδο της πόλης.

Από το 1985 έως το 1994 λειτούργησε η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Τέχνη». Το 1994 άνοιξε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και τα εκθέματα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά σε αυτό. Το 2001 παρουσιάστηκε στο Λευκό Πύργο η έκθεση «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» στο πλαίσιο του δικτύου τριών εκθέσεων με το γενικό τίτλο «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο».

Το 2002 παρουσιάστηκε έκθεση έργων του ζωγράφου και συντηρητή αρχαιοτήτων Φώτη Ζαχαρίου με τον τίτλο «Άθως: Αποτυπώσεις και Μνήμες». Ανήκει διοικητικά στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και από το 2006 λειτουργεί μόνιμα ως Μουσείο Πόλης της Θεσσαλονίκης. Από το 2008 στεγάζει μόνιμη έκθεση αφιερωμένη στην ιστορική διαδρομή της πόλης από την ίδρυση της μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

Χαρακτηριστικά του Λευκού Πύργου
Ο Λευκός Πύργος είναι κυλινδρική κατασκευή με ύψος 33,9 μέτρα και διάμετρο 22,7 μέτρα. Έχει έξι ορόφους, οι οποίοι επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο, το οποίο ελίσσεται κοχλιωτά και σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο. Με αυτό τον τρόπο, σε κάθε όροφο υπάρχει μια κεντρική κυκλική αίθουσα διαμέτρου 8,5 μέτρων, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Ο έκτος όροφος έχει μόνο κεντρική αίθουσα και έξω από αυτήν ένα δώμα με θέα του τοπίου γύρω από τον πύργο. Η ύπαρξη τουαλετών, τζακιών και αγωγών καπνού υποδηλώνει πως ο πύργος προοριζόταν όχι μόνο ως αμυντικό έργο αλλά και για στρατιωτικό κατάλυμα.













Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Βρέθηκε μούμια βουδιστή μοναχού 200 ετών

Βρέθηκε μούμια βουδιστή μοναχού 200 ετών
Πιθανολογείται πως ίσως είναι ακόμη ζωντανός

Λαθρέμπορος σκόπευε να τον πουλήσει στη μαύρη αγορά.





Στις 27 Ιανουαρίου ανακαλύφθηκε στη Μογγολία ένας βουδιστής μοναχός σε κατάσταση μουμιοποίησης.

Ο μοναχός κάθεται στη γνωστή στο διαλογισμό "στάση του λωτού". Όμως οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ο μοναχός ίσως είναι ακόμη ζωντανός.
Το μουμιοποιημένο σώμα εξετάζεται τώρα στα εργαστήρια καθώς βρέθηκαν κάποιες ζωτικές ενδείξεις που υποδεικνύουν ότι ίσως είναι ζωντανός αλλά σε ένα πολύ βαθύ trance, δηλαδή σε μια αλλοτροπική κατάσταση, εντελώς διαφορετική από αυτές που γνωρίζουμε, λόγο του διαλογισμού.

Σύμφωνα με όσα δήλωσε ένας γιατρός στους Siberian Times, ο μοναχός βρίσκεται σε μια εξαιρετικά σπάνια κατάσταση διαλογισμού που λέγεται τουκνταμ.






Το σώμα του μοναχού εντοπίστηκε ενώ λαθρέμπορος προσπαθούσε να το πουλήσει στην αγορά.
Οι επιστήμονες προσπαθούν μεταξύ των άλλων να διαπιστώσουν, πώς είναι τόσο καλά διατηρημένο το σώμα καθώς φαίνεται ότι οι χαμηλές θερμοκρασίες της Μογγολίας δεν είναι αρκετές για την τέλεια συντήρηση ενός σώματος σε αυτή την κατάσταση. 

Πιθανολογείται μάλιστα ότι η μούμια του βουδιστή μοναχού είναι ο δάσκαλος του Λάμα Ντάσι-Ντόρντζο Ιτιγκιλοφ, που επίσης είχε βρεθεί κι εκείνος  μουμιοποιημένος, στη στάση του λωτού. 










Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου
Ένα από τα χειρότερα εγκλήματα της ανθρωπότητας.






Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται σε σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923. Εκτιμάται ότι στοίχισε τη ζωή περίπου 382.000 Ελλήνων. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα. Τα γεγονότα αυτά αναγνωρίζονται επισήμως ως γενοκτονία από το ελληνικό κράτος, την Κύπρο, την Αρμενία, την Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, την Σερβία, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ και την Αυστραλία αλλά και από διεθνείς οργανισμούς όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.

 Πρόκειται για τμήμα της ενιαίας Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Ανατολής, η οποία ήταν μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες. Η γενοκτονία ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα, το οποίο η κυβέρνηση των Τούρκων έφερε σε πέρας με συστηματικότητα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν ο ξεριζωμός, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και τα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο.






Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών βρίθουν μαρτυριών για το ειδεχθές έγκλημα, που διαπράχθηκε εναντίον του Ελληνικού λαού. Η Γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων.

Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994, και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».







Ιστορικό
Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου διακρίνεται ιστορικά σε τρεις συνεχόμενες φάσεις: από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη τελειώνει με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τελευταία ολοκληρώνεται με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1918-1923).

Α' και Β' φάση
Το κύμα μαζικών διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915. Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικείων πληθυσμών.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του επίσκοπου Τραπεζούντας, ο αριθμός των θυμάτων αυτών των πολιτικών ανήλθε, για εκείνο το διάστημα, σε 100.000 περίπου. Δεν έπαψαν και οι διαμαρτυρίες από Αυστριακούς και Αμερικανούς διπλωμάτες κατά της οθωμανικής κυβέρνησης.
Γ' φάση
Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή. Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919, στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του εντάθηκε η δράση ατάκτων ομάδων (τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών.






Στις 29 Μαϊου ο Κεμάλ ανέθεσε στον περιβόητο τσέτη, Τοπάλ Οσμάν, την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων εξόντωσης κατά του τοπικού πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς. Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου.

Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν σπεύσει να βρουν προστασία στις εκκλησίες της περιοχής. Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.

Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα λεγόμενα "Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας" στην Αμάσεια, κατά τον Σεπτέμβριο του 1921. Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές του, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.

Θύματα στη Μικρά Ασία και τη Θράκη
Για τον ελληνικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη από την Άνοιξη του 1914 μέχρι το 1923, ο Αριστοκλής Ι. Αργίδης στο σημαντικότατο βιβλίο που έγραψε για το προσφυγικό ζήτημα "Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας" (Αθήνα 1934) τονίζει ότι «1.200.000 ψυχές αποτελούν τον τραγικόν εις ανθρώπινας απώλειας απολογισμόν του αγώνος». Ο Θεοφάνης Μαλκίδης, διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών και διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, τονίζει ότι «μιλάμε για πάνω από 800.000 Έλληνες». Στις 20 Μαρτίου 1922, ο Άγγλος διπλωμάτης Ρέντελ συνέταξε ένα μνημόνιο για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος των χριστιανών από το 1919 κι έπειτα. Στο προοίμιο αυτού του μνημονίου διαβάζουμε:

«Η επίτευξη της ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, φάνηκε να επέφερε μια προσωρινή παύση των διωγμών των μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων, που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην επιδίωξη αυτών των διωγμών, είναι γενικώς αποδεκτό ... ότι πάνω από 500.000 ‘Έλληνες εξορίστηκαν, εκ των οποίων συγκριτικώς ελάχιστοι επέζησαν...».






Διεθνής αναγνώριση
Πριν από τον όρο "Γενοκτονία" υπήρχε ο όρος "Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας". Πρόβλημα στη δίκη των γενοκτόνων μπορεί να υπάρξει με το νομικό όρο "nullum crimen nulla poena sine lege", δηλαδή δίχως προϊσχύοντα νόμο δεν υπάρχει έγκλημα ούτε ποινή. Ο όρος της Γενοκτονίας δεν υπήρχε την εποχή εκείνη, έτσι η τιμωρία και καταδίκη εκείνων τίθεται υπό ερωτηματικό. Το ποινικό Δίκαιο, για να εξασφαλίσει τη δίκαιη μεταχείριση των κατηγορουμένων δεν μπορεί να δράσει αναδρομικά. Από την άλλη άποψη όμως σε όλα τα νομικά πλαίσια υπήρχε η τιμωρία της δολοφονίας.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Επίσης, στο 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».

Στο Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα:

«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Ελλήνων της Ανατολίας.

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»
Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ότι υπήρξε γενοκτονία και αποδίδει τους θανάτους σε απώλειες πολέμου, σε λοιμό και σε ασθένειες και δεν παραδέχεται ότι υπήρξε γενοκτονία. Ωστόσο πολλοί τούρκοι επιστήμονες έχουν δημοσίως χαρακτηρίσει τα γεγονότα ως γενοκτονία.